επανασώζω

επανασώζω
(AM ἐπανασῴζω)
νεοελλ.
σώζω και πάλι, ξανασώζω
μσν.-αρχ.
1. δίνω πίσω, αποδίδω, επαναφέρω
2. ανακτώ, επαναφέρω στον αρχικό κύριο («ἐπανάσωσον ἐμοὶ τὸ βασίλειον», Γρηγ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”